- σηκωτός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. ανορθωμένος, όρθιος. Σηκωτό κεφάλι. – Σηκωτό κορμί.2. αυτός που μπορεί να μεταφέρεται στα χέρια: Τον έβγαλαν σηκωτό έξω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.